- γυναικείος
- και γυναικείος, -α, -ο (AM γυναικείος, -α, -ονΑ και γυναικήιος, -η, -ονΜ και γυναικείος, -α, -ον)Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι' αυτήν2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκααρχ.θηλυπρεπήςII. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐηαρχ.ο γυναικώνIII. το ουδ. εν. ως ουσ. το γυναικείο (Μ γυναικεῑον)νεοελλ.ο γυναικωνίτης τής εκκλησίαςμσν.ο χώρος εργασίας τών γυναικώνIV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυναικεία και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῑα)1. τα γεννητικά όργανα τής γυναίκας2. τα έμμηνανεοελλ.1. γυναικολογικές διαταραχές2. αφροδίσια νοσήματα3. γυναικεία φορέματααρχ.1. απασχολήσεις τών γυναικών2. φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικείος, γυναικήιος < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρείος, ανδρήιος)].
Dictionary of Greek. 2013.